Ιερεμίας

Ιερεμίας
ο
1. κύριο όνομα.
2. μτφ., ως προσηγορικό όν., Ιερεμίας άνθρωπος μεμψίμοιρος, κλαψιάρης, κλαψοπαναγιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιερεμίας — I (Αναθώθ, Βασίλειο του Ιούδα 650 π.Χ. – Αίγυπτος περ. 590 π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά από τους μείζονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Εμφανίστηκε στον δημόσιο βίο το 626 π.Χ., σε πολύ νεαρή ηλικία. Πολλά από τα κηρύγματά… …   Dictionary of Greek

  • Βαρβαρήγος, Ιερεμίας — (αρχές 17ου αι.). Ρωμαιοκαθολικός κληρικός, ελληνικής καταγωγής. Γεννήθηκε στη Σαντορίνη και τελείωσε το γυμνάσιο του Αγίου Αθανάσιου στη Ρώμη. Χειροτονήθηκε από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία μητροπολίτης Παροναξίας και αγωνίστηκε δραστήρια για τη διάδοση… …   Dictionary of Greek

  • Γκότχελφ, Ιερεμίας — (Jeremias Gotthelf, Μούρτεν 1797 – Λίτσελφλι 1854). Φιλολογικόψευδώνυμο τουΕλβετού συγγραφέα ‘Αλμπερτ Μπίτζιους (AlbertBitzius).Βαθύς γνώστης της ζωής και του πνεύματος του λαού του, επιδόθηκε αργά στη λογοτεχνία με παιδαγωγικό και ηθοπλαστικό… …   Dictionary of Greek

  • Κακαβέλας, Ιερεμίας — (17oς αι.).Λόγιος ιερομόναχος από το Ρέθυμνο της Κρήτης. Ήταν τρόφιμος της μονής Σινά. Σπούδασε στη Λειψία, κοντά στον I. Ολεάριο, και στη Βιέννη. Στη συνέχεια διετέλεσε καθηγητής στην Αυθεντική Ακαδημία του Ιασίου (1698) και διακρίθηκε ως… …   Dictionary of Greek

  • Καραβέλας ή Κακαβέλας, Ιερεμίας — (17ος αι.). Κρητικός λόγιος. Σπούδασε στη Λειψία και μετά τις σπουδές του διορίστηκε καθηγητής στο φροντιστήριο που είχε ιδρύσει ο Καντακουζηνός στο Βουκουρέστι. Αργότερα δίδαξε στην Αυθεντική Ακαδημία στο Ιάσιο. Ο Κ. είχε πολύπλευρη μόρφωση και… …   Dictionary of Greek

  • ИЕРЕМИЯ II — [Транос; греч. ῾Ιερεμίας Τρανός] (между 1530 и 1536, Анхиал, ныне Поморие, Болгария 1596, К поль), патриарх К польский (5 мая 1572 29 нояб. 1579, 13 авг. 1580 22 февр. 1584, 19 апр. 1587 сент. 1595), один из участников учреждения Патриаршества на …   Православная энциклопедия

  • Иеремия (Каллийоргис) — Митрополит Иеремия Μητροπολίτης Ἱερεμίας Митрополит Швейцарский c 2003 года Церковь: Конста …   Википедия

  • Еремей — еврейское Род: муж. Отчество: Еремеевич Еремеевна Другие формы: Иеремия Производ. формы: Еремейка, Ерёма, Еря, Ема[1] Иноязычные аналоги: англ.  …   Википедия

  • Иеремия IV — Патриарх Иеремия IV Πατριάρχης Ιερεμίας Δ΄ …   Википедия

  • αμοργός — Νησί (121,06 τ. χλμ., 1.873 κάτ.) των Κυκλάδων. Έχει μήκος 18 χλμ., πλάτος 3 έως 5 χλμ. και μήκος ακτών περίπου 112 χλμ. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Κρίκελος (822 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες φάβας, μήλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”